- γεηρός
- ά , όν мин. землистый (о породе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεηρός — γεηρός, όν (Α) 1. αυτός που περιέχει χώμα ή προέρχεται απ αυτό 2. ο γήινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέα, γη + (παραγ. κατάλ.) ηρός] … Dictionary of Greek
γεηρός — of earth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηρόν — γεηρός of earth masc/fem acc sg γεηρός of earth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηροῖς — γεηρός of earth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηροί — γεηρός of earth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηροῦ — γεηρός of earth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηρούς — γεηρός of earth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηρά — γεηρός of earth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηρῶν — γεηρός of earth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηρῷ — γεηρός of earth masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηρότερα — γεηρός of earth neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)